- μετάδημος
- μετάδημος, -ον (Α)βλ. μεταδήμιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετένδημος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μετάδημος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἔνδημος «αυτόχθων»] … Dictionary of Greek
μεταδήμιος — και μετάδημος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει στον λαό («καὶ μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που ζει, που βρίσκεται στην πατρίδα του, σε αντιδιαστολή με τον απόδημο 3. (για οίνο) επιχώριος, ντόπιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)… … Dictionary of Greek